χιλιόμετρα βορειοανατολικά της
Αλεξανδρούπολης και 4 χιλιόμετρα δυτικά
του ποταμού Έβρου. Το 1987 με την εθελούσια
συνένωση των κοινοτήτων Τυχερού και
Φυλακτού συστάθηκε ο πρώην Δήμος Τυχερού,
ο οποίος διακρίθηκε σε εθνικό και
ευρωπαϊκό επίπεδο για την αναπτυξιακή
πολιτική και την προοδευτικότητά του
και βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών
το 1995.
Με
το Πρόγραμμα Καλλικράτης στις 1/1/2011 ο
Δήμος Τυχερού καταργήθηκε και πλέον
αποτελεί την Δημοτική Ενότητα Τυχερού
του Δήμου Σουφλίου.
Ονομασία
Η
ζωή του χωριού ξεκίνησε ουσιαστικά το
1922, μετά την μικρασιατική καταστροφή
και την ανταλλαγή των πληθυσμών ενώ
πριν ήταν τουρκοχώρι με το όνομα Μπίντικλι
και κατοικούνταν εξολοκλήρου από
Τούρκους και Βούλγαρους μικρογεωργούς
και κτηνοτρόφους στην πλειοψηφία τους.
Το όνομα προέρχεται από την τουρκική
λέξη Bit, που σημαίνει ψείρα. Υπονοεί τόπο
με πολλές ψείρες. Σε κάθε περίπτωση η
ονομασία ανακαλεί στην μνήμη των κατοίκων
τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες της
παρέβριας περιοχής, με τα κουνούπια,
την ελονοσία και τις συνεχείς πλημμύρες
που αποτέλεσαν μάστιγα των προηγούμενων
κατοίκων αλλά και των Ανατολικοθρακιωτών
μεταναστών. Το 1924 το χωριό ανακηρύσσεται
σε αυτόνομη διοικητικά κοινότητα ως
«Τύχιο», μία ονομασία που στη μνήμη των
κατοίκων έχει συνδεθεί με την επίσκεψη
του Ε. Βενιζέλου στο σταθμό του οικισμού.
Το 1953 το όνομα εκδημοτικίζεται σε
«Τυχερό», ενώ μαρτυρίες προβάλλουν ως
αιτία της αναπροσαρμογής αυτής τη
σύγχυση που προκαλούσε στους επιβάτες
του σιδηρόδρομου η σύνδεση με το σταθμό
του Πυθίου, που βρίσκεται βορειότερα.
Οι κάτοικοι
Οι
πρώτοι κάτοικοι προέρχονται στην
συντριπτική πλειοψηφία τους, από δύο
χωριά αρβανιτόφωνα που όμως κατατάσσονται
στα ελληνικά χωριά της περιοχής και που
βρίσκονταν λίγο νοτιότερα, στην απέναντι
όχθη του Έβρου. Πρόκειται για το
Σουλτάνκιοϊ (στα αρβανίτικα Μπυθκούκι
και στα ελληνικά Λίβυθρος) και το Ιμπρίκ
Τεπέ (στα αρβανίτικα Κιουτέζα και στα
ελληνικά ελληνικά), στα νότια του Εργίνη
ποταμού.
Το
1922 οι ελληνικοί πληθυσμοί μετακινούνται
προς το ανεξάρτητο Ελληνικό κράτος
διασχίζοντας το ποτάμι και επιλέγουν
τους οικισμούς Χάντζιας (Τάρσιον),
Τσακιρτζί (Πυρόλιθος)και Μπίντικλι,
πιστεύοντας όμως πως σύντομα θα
επιστρέψουν στις πατρογονικές του
εστίες. Ωστόσο το ποτάμι και οι πλημμύρες
έπνιξαν τον κάμπο και ερήμωσαν το Χάντζια
(Τάρσιον) και το Τσακιρτζί (Πυρόλιθος)
μιας και οι κάτοικοι καταφεύγουν στο
Μπίντικλι (Τύχιο) που ήταν σε ύψωμα.
Εκτός
από τους Αρβανιτόφωνους, ένα 10% του
πληθυσμού ήταν οι Ανατολικοθρακιώτες
Ντουατζιώτες, που μετακινήθηκαν από το
Δοκάριο, ένα χωριό κοντά στο ποτάμι και
τα αρβανιτοχώρια, γνωστό και ως Ντουαντζί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου