Η Στυμφαλία είναι από
τις σπάνιες για την Ελλάδα, ελώδης
ορεινού τύπου λίμνη της Κορινθίας, ενώ αποτελεί και τον νοτιότερο ορεινό
υγροβιότοπο των Βαλκανίων. Αποτελεί
τμήμα του οροπεδίου που βρίσκεται στο
νοτιότερο άκρο του νομού Κορινθίας σε
μέγιστο υψόμετρο 800 μ. και ελάχιστο 600 μ
ανάμεσα στα όρη Κυλλήνη (Ζήρεια), Ολίγυρτο,
Μαυροβούνι και Γαβριάς.
Το εμβαδόν της
επιφάνειας της παρουσιάζει εποχιακές
διακυμάνσεις, διατηρεί νερό κυρίως τους
χειμερινούς μήνες και η έκτασή της
φτάνει τα 3,5 τ.χλμ. Κάποιες χρονιές η
λίμνη στεγνώνει εντελώς, όπως την περίοδο
της ξηρασίας του '89-'90 οπότε και είχε
χρησιμοποιηθεί για καλλιέργεια.
Η Στυμφαλία είναι πόλγη,
δηλαδή σχηματίστηκε από καρστικά
φαινόμενα: απότομα κάθετα τοιχώματα,
επίπεδο πυθμένα με εναποθέσεις αργίλου,
ανεξάρτητο σύστημα αποστράγγισης με
καταβόθρες, δολίνες, ουβάλες (λάκκες),
σπηλιές, πηγές. Είναι μια λίμνη με
καλαμιώνες και πλούσιο οργανικό κόσμο.
Τροφοδοτείται από: τα
νερά του διπλανού κάμπου της Πελλήνης,
στον οποίο υπήρχε λίμνη που αποξηράνθηκε,
τις επιφανειακές απορροές της λεκάνης,
από τα ρέματα Καστανιώτης, Λυκόρεμα,
Αγ. Σωτήρα, τις πηγές της γύρω περιοχής
(Κιόνια, Βελατσούρι, Κεφαλάρι, Μπούζι,
Καστανιά). Αποφορτίζεται δε από: το
αυλάκι, το Βοχαϊκό χάνδακα που, μέσω του
Αδριάνειου υδραγωγείου, αρδεύει τον
παραλιακό κάμπο της Βόχας, φυσικές
καταβόθρες όπως η Γιδομάντρα και η Φόστα
(Σπινθάκης Ε., Ασημακόπουλος Μ., 2001). Ας
σημειωθεί ότι η Φόρστα λειτουργεί ως
εσταβέλα, δηλαδή άλλοτε παίρνει και
άλλοτε δίνει νερό στη λίμνη. Τέλος,
υπάρχουν αρκετά σπήλαια, ένα μάλιστα
από αυτά βρίσκεται κοντά στη λίμνη. Ένα
μέρος των νερών χρησιμοποιείται για
άρδευση.
Η Στυμφαλία έχει
χαρακτηριστεί ως Σημαντική Περιοχή για
τα Πουλιά της Ελλάδος και ως Περιοχή
Κοινοτικού Ενδιαφέροντος που προτείνεται
για ένταξη στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο
Προστατευόμενων Περιοχών "ΦΥΣΗ 2000"
βάσει της Κοινοτικής Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ.
Η λίμνη Στυμφαλία είναι
ένας ιδιαίτερος υγροβιότοπος,
προστατευμένος, με σημαντική βιοποικιλότητα
-υδατική λεκάνη, πλούσια δάση κ.λπ.-
ενταγμένη στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο
Προστατευόμενων Περιοχών NATURA 2000 βάσει
της Κοινοτικής Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ. Θεωρείται
φυσικό καταφύγιο σπανίων ειδών
ορνιθοπανίδας (παρυδάτια, αρπακτικά)
και σταθμός ξεκούρασης για τα
μεταναστευτικά πουλιά και έτσι έχει
χαρακτηριστεί ως σημαντική για τα Πουλιά
περιοχή της Ελλάδος (ΣΠΠΕ).
Σήμερα μπορούμε να
απολαύσουμε την πανοραμική θέα των
νερών της -στις όχθες της θα συναντήσουμε
φανατικούς της παρατήρησης πουλιών
(birdwatching)- και να περπατήσουμε στα
οργανωμένα μονοπάτια της περιοχής.
Σήμερα εκτός από τις πληροφορίες που
έχουμε στη διάθεσή μας από τις ενημερωτικές
πινακίδες για τις διαδρομές, τη χλωρίδα
και την πανίδα της περιοχής, υπάρχει
και ένα υπερσύγχρονο Μουσείο Περιβάλλοντος
Στυμφαλίας που αντιμετωπίζει μουσειολογικά
και βιωματικά το φαινόμενο του βιότοπου
της λίμνης και τα προβλήματά του.
Η καλλιεργήσιμη γη και
οι δενδροκαλλιέργειες είναι 38%, τα δάση
11%, οι θαμνώνες 18%, οι υγρότοποι 40%: οι
βάλτοι, μεταβατικά τέλματα και πηγές,
στάσιμα γλυκά νερά το υπόλοιπο. Η
τοποθεσία Γιδομάντρα/Λαύκας δίπλα στη
λίμνη, έχει κηρυχθεί Καταφύγιο ’γριας
Ζωής και ο κάμπος της Πελλήνης, Ζώνη
Διάβασης Τρυγονιών. Οι ανθρώπινες
δραστηριότητες περιλαμβάνουν την
γεωργία, την κτηνοτροφία και το κυνήγι.
Χλωρίδα
Τα οικοσυστήματα της
περιοχής κατατάσσονται σε δυο γενικές
κατηγορίες:
α) Τα χερσαία οικοσυστήματα
τα οποία καταλαμβάνουν τις εκτάσεις
της λεκάνης απορροής της Στυμφαλίας,
σημαντικότερα σε έκταση είναι τα δάση,
τους θαμνώνες και τις χορτολιβαδικές
εκτάσεις.
β) τα υγροτοπικά
οικοσυστήματα, που κυριαρχούν στην
περιοχή της λίμνης και είναι μοναδικής
σημασίας για την ξεκούραση, διατροφή,
διαχείμανση και αναπαραγωγή της άγριας
πανίδας.
Μια άλλη κατηγορία
είναι τα ανθρωπογενή οικοσυστήματα των
καλλιεργειών.
Τα δάση
Πλούσια δάση συναντάμε
νοτιοανατολικά και νοτιοδυτικά της
λίμνης όπου κυριαρχούν καλά αναπτυγμένοι
σχηματισμοί κωνοφόρων όπως η κεφαλληνιακή
ελάτη (Abies cephalonica) και η μαύρη πεύκη (Pinus
nigra). Συναντώνται επίσης η δρυς, ο φράξος,
το ψιλίκι, ο ίταμος, η αγριομηλιά, η
αγριοκορομηλιά, το πουρνάρι, η κουμαριά,
ο κέδρος, το σπάρτο, η κουτσουπιά, το
δενδρολίβανο, το θυμάρι, η λεβάντα κ.ά.
Στη λίμνη απέμεινε ένα μικρό παρόχθιο
δάσος, με ιτιές, φτελιές, και πλατάνια.
Από τα αγριολούλουδα αξίζει να σημειωθεί
ο -σπάνιος- αμάραντος, Να αναφέρουμε
επίσης τους θαμνώνες (φρύγανα και
πρινώνες).
Η χλωρίδα των υγροτοπικών
οικοσυστήματων
Στους καλαμώνες και
στα υγρά λιβάδια της περιοχής της λίμνης
εκτός από το αγριοκάλαμο που κυριαρχεί,
συναντάμε έχουν άλλα ποώδη ελοφυτικά
είδη, ή βυθισμένα υδρόβια μακρόφυτα. Οι
αμιγείς καλαμώνες πάντως καλύπτουν το
μεγαλύτερο μέρος των υγροτοπικών
οικοσυστημάτων της Στυμφαλίας.Στα
Ορφικά έπη του 6ου π.Χ. αιώνα, αναφέρονται
από τα βουνά της ορεινής Κορινθίας
βότανα της θεραπευτικής πρακτικής των
αρχαίων Ελλήνων όπως ο κέδρος, ο
μανδραγόρας, η ανεμώνη το ψύλλιον, ο
κνίκος, κ.ά.
Πανίδα
Στον πλούτο της πανίδας
της περιοχής και έντεκα απειλούμενα,
σπάνια ή ενδημικά, είδη θηλαστικών και
25 είδη αμφιβίων και ερπετών. Η μεγάλη
ποικιλία σε πόσιμα και τα τρεχούμενα
νερά, σε υγρά λιβάδια κ.λπ. ευνοούν την
παρουσία πολλών ειδών της άγριας πανίδας,
όπως τσακάλια - στους εκτεταμένους
καλαμώνες ενδημεί ακόμη ένας μικρός
και απομονωμένος πληθυσμός τσακαλιών-
αλεπούδες, νυφίτσες, ασβοί, σκαντζόχοιροι
και λαγοί, ενώ στα οροπέδια της Ζήρειας
επιβιώνει έως σήμερα αγέλη αλόγων σε
ημιάγρια κατάσταση.
Όσον αφορά τα αμφίβια
και τα ερπετά, στις όχθες της λίμνης
έχουν παρατηρηθεί τρία είδη βατράχων,
όπως επίσης χελώνες (όπως η Ελληνική
Χελώνα/Testudo Graeca), νερόφιδα, σαΐτες, σαπίτες
(ο Σαπίτης θεωρείται υπεύθυνος για το
θάνατο του Βασιλιά της Αρχαίας Αρκαδίας
Αίπυτου, αδελφού του Στύμφαλου- κατά τη
διάρκεια κυνηγιού), ερημόφιδα και σαύρες.
Ο φωτογράφος της λίμνης
Σπύρος Μελετζής αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Εκείνο που μου έκανε μεγάλη εντύπωση,
ήταν τα χιλιάδες βατράχια. Κάποιες ώρες
φώναζαν όλα μαζί και γινόταν μια
βατραχοσυναυλία -πανζουρλισμός. Και
απορούσα, πως δε βρέθηκε κάποιος να
εκμεταλλευτεί αυτόν τον πλούτο, αφού
στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στην Ιταλία
που τα τρώνε, πωλούνται πανάκριβα»(Μιχόπουλος
Κ. Σ. 2001).
H Στυμφαλία ήταν γνωστή
από την αρχαιότητα για την πλούσια
ορνιθοπανίδα της. Έως σήμερα έχουν
καταγραφεί στην περιοχή έως και 133 είδη
πτηνών.
Στα χερσαία οικοσυστήματα
της ευρύτερης περιοχής αναπαράγονται
αρκετά ακόμη σπάνια είδη πουλιών με
προεξέχοντα τα αρπακτικά φιδαετός
(Circaetus gallicus) και ο Χρυσαετός Aquela
(chrysaetos).
Στα είδη που αναπαράγονται
στα υγροτοπικά οικοσυστήματα
περιλαμβάνονται η σκουφοβουτηχτάρα, η
νανοβουτηχτάρα, η φαλαρίδα, ο μικροτσικνιάς,
ο πορφυροτσικιάς, ο λευκοτσικνιάς, ο
καλαμόκιρκος, η βαλτόπαπια - εξαιρετικά
σπάνιο είδος- η τσιχλοποταμίδα.
Η σκουφοβουτηχτάρα και
ο πορφυροτσικνιάς βρίσκουν στη Στυμφαλία
το μοναδικό τόπο αναπαραγωγής τους στην
Πελοπόννησο, ενώ η νανοβουτηχτάρα και
η φαλαρίδα έχουν στη λίμνη τις μεγαλύτερες
αναπαραγωγικές αποικίες τους στη νότια
Ελλάδα.
Τους μήνες της
μετανάστευσης παρατηρούνται συγκεντρώσεις:
ερωδιών, χαλκόκοτας, καλαμοκανάδων,
μαυρογλάρονων, και του εξαιρετικά
σπάνιου θαλασσαετού που βρίσκουν εκεί
ιδανικές συνθήκες για τροφοληψία και
ξεκούραση.
Στην λίμνη επιβιώνει
το ψάρι Pseudophoxinus stymphalicus (Ντάσκα), στο
οποίο πρέπει να γίνει ιδιαίτερη αναφορά
αφού είναι είδος ενδημικό της λίμνης
-δεν απαντάται δηλαδή πουθενά αλλού
στον κόσμο- που οφείλει την ονομασία
του σ'αυτή. Είναι ελόφιλο, με μικρή
κινητικότητα και έχει την ιδιότητα σε
περιόδους ξηρασίας να επιβιώνει βυθισμένο
στη λάσπη της λίμνης. ώστε να σχηματίζεται
ένα παχύ στρώμα λάσπης γύρω από το σώμα
του. Είναι ανθεκτικό σε έλλειψη οξυγόνου
και διακυμάνσεις της θερμοκρασίας.
Φθάνει σε μήκος μέχρι τα λίγα χιλιοστά
και ζει το πολύ δύο χρόνια. Ανήκει στα
απειλούμενα είδη και γι' αυτό βρίσκεται
στο «κόκκινο βιβλίο» της Ε.Ε., μαζί με
άλλα ζώα και φυτά της περιοχής.
Άλλο άξιο αναφοράς ψάρι
είναι ο κέφαλος (Leusiscus cephalus moreoticus). Να
σημειώσουμε ότι παλαιότερα η αλιεία
στη λίμνη ήταν ενεργό επάγγελμα των
κατοίκων της περιοχής
Και ο πιο αδιάφορος
άνθρωπος που θα βρεθεί στη μέση αυτού
του αυτόνομου κόσμου, θα φέρει στο νου
του τις αρχαίες καταβολές των όσων
διαδραματίστηκαν εδώ και χιλιάδες
χρόνια σ' αυτό το απομακρυσμένο τοπίο.
Η Στυμφαλία κατά την αρχαιότητα κατά
καιρούς ξεραινόταν, όπως συμβαίνει και
σήμερα, και απέμενε μόνο ένα μικρό ποτάμι
και ελώδεις εκτάσεις που δυσκόλευαν
τις δραστηριότητες των ανθρώπων. Ο άθλος
του Ηρακλή για τις Στυμφαλίδες όρνιθες
σχετίζεται με υδραυλικά έργα αποξήρανσης
και εξυγίανσης της λίμνης ώστε να
καταστεί ο κάμπος κατάλληλος για
καλλιέργεια. Η "χαλκή πλαταγή" ή
τα "χάλκεια κρόταλα" συμβολίζει
τον ήχο των χάλκινων προϊστορικών
εργαλείων κατά την εξόρυξη βραχωδών
πετρωμάτων. Αυτό παραπέμπει στην
εξόρυξη αποστραγγιστικής σήραγγας στην
προϊστορική εποχή, πολΰ νωρίτερα από
τον Αδριανό (Στάθης Χ., 2001). Οι όρνιθες
που αναφέρονται στο μύθο πιθανόν να
ήταν ένα είδος με εντυπωσιακή εμφάνιση,
οι φαλακρές χαλκόκοτες, Geronticus eremetica, ένα
είδος υπό οριστική εξαφάνιση σήμερα .
Η λίμνη προσφέρεται ως
θέμα για φωτογράφηση, και σαν θέμα έχει
απασχολήσει και τον Σπύρο Μελετζή.
Επίσης έχουν γυριστείαρκετές
κινηματογραφικές ταινίες και κάποιες
έφθασαν μέχρι τη Βενετία.
Κίνδυνοι για τη λίμνη
Η Στυμφαλία απειλείται
με μετεξέλιξη σε βάλτο -το πολύ μικρό
βάθος της λίμνης ευνοεί την ανάπτυξη
καλαμιών- από την αύξηση των καλαμώνων.
Οι κύριοι κίνδυνοι οι οποίοι οφείλονται
όχι μόνο σε φυσικά αίτια αλλά και σε
ανθρώπινες δραστηριότητες είναι οι:
Προσχώσεις, οι οποίες
οφείλονται κυρίως στη διάβρωση λόγω
χειμάρρων και την εκμηχάνιση της
γεωργίας.
Αγροτική εντατικοποίηση
με αποτέλεσμα χημική λίπανση και,
υπερβολική άντληση νερών για άρδευση.
Φυσικά φαινόμενα, όπως
η εποχική ξήρανση λόγω ανομβρίας.
Απουσία διαχείρισης
νερών, η μη αειφορική εκμετάλλευση. Η
διαχείριση των νερών της Στυμφαλίας,
το λεγόμενο "στυμφαλιακό ζήτημα"
έχει ιστορία 1.800 ετών, από την εποχή του
αυτοκράτορα Ανδριανού. Η εντατική και
ανεξέλεγκτη χρήση υδάτων, κυρίως στη
γεωργία της Βόχας, και η απουσία
διαχείρισης νερού αποτελούν τον βασικό
κίνδυνο για τη λίμνη (Σπινθάκης Ε., 2001).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου